Ο Ηρακλής πηγαίνοντας για τα βόδια του Γηρυόνη πέρασε από τη Λιβύη. Κοντά στη λίμνηΤριτωνίδα βασίλευε ο Ανταίος, γιος του Ποσειδώνα και της Γης. Ήταν ένα γίγαντας εξήντα πήχεις ψηλός. Είχε τεράστια δύναμη που φαινόταν να μην τον εγκαταλείπει ποτέ, γιατί όσο πατούσε τη μητέρα του τη Γη έπαιρνε δυνάμει Ήταν όμως άγριος βασιλιάς και διψασμένος για αίμα. Μόλις κανένας ξένος ερχόταν στη χώρα του τον προκαλούσε σε πάλη και τον σκότωνε. Τα κρανία των σκοτωμένων τα μάζευε για να χτίσει με αυτά ένα ναό στον πατέρα του.
Όταν ο Ηρακλής έφτασε στην πόλη του Ανταίου θέλησε να τον συναντήσει και να αναμετρηθεί μαζί του. Ο Ανταίος δέχτηκε πρόθυμα να παλέψει με τον Ηρακλή γιατί ήταν σίγουρος για τη νίκη του.
Ο Ηρακλής δεν ήταν εύκολο θύμα για τον Ανταίο, μα και ο Ανταίος δεν μπορούσε να νικηθεί όσο πατούσε στη Γη και έπαιρνε συνεχώς καινούριες δυνάμεις. Γι' αυτό και ο Ηρακλής έπρεπε με κάθε τρόπο να διακόψει την επαφή του με τη Γη. Τον έπιασε λοιπόν στα μπράτσα του και το σήκωσε ψηλά στον αέρα. Εκείνη τη στιγμή ο Ανταίος είχε χάσει τις δυνάμεις του, ο Ηρακλής τον έσφιξε ανάμεσα στα μπράτσα του και του τσάκισε τα κόκαλα. Μετά από λίγο ο γίγαντας ξεψύχησε. Ο Ηρακλής πήρε τον Ανταίο και τον έθαψε. Χρόνια μετά οι κάτοικοι της περιοχής έδειχναν το μνήμα του που είχε σχήμα ανθρώπου που κοιμάται ανάσκελα.
Ο Ηρακλής μετά την πάλη του με τον Ανταίο ήταν κουρασμένος και έπεσε να κοιμηθεί. Τότε ήρθαν οι Πυγμαίοι, ένας λαός από μικρούτσικα ανθρωπάκια που τα είχε γεννήσει η Γη και ήταν αδέλφια του Ανταίου για να εκδικηθούν το θάνατο του Ανταίου. Είχαν μαζί τους μικροσκοπικά όπλα και άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω στον Ηρακλή. Ο Ηρακλής σε λίγο ξύπνησε και μόλις τους είδε έβαλε τα γέλια. Άπλωσε τα χέρια του, τους μάζεψε όλους μέσα στη λεοντή του και τους πήγε στον Ευρυσθέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου