Στα χωριά του Πηλίου που είχαν πρόβατα τα παιδιά τραγουδούσαν τα πιο κάτω κάλαντα:
Εδώ σε τούτες τες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες,
εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομιζ' ο λόγγος όλος,
σαν πιάσουν τον κατήγορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα 'παμε κι ο Θιος να τ' αβγαταίνει.
Εδώ σε τούτες τες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες,
εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομιζ' ο λόγγος όλος,
σαν πιάσουν τον κατήγορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα 'παμε κι ο Θιος να τ' αβγαταίνει.
Αν ο νοικοκύρης του σπιτιού είναι γεωργός τότε το τραγούδι είναι για το όργωμα. Τα πιο κάτω κάλαντα τα λέγανε στην Λήμνο:
Τα μαύρα βόδια στο ζυγό, τα τρίβδωλα* στ' αλέτρι
κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριβδωλάνε!
Αγριογιολιά είναι τ' αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου,
είναι φκεντρίκια σου* τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
είναι και η ζευγίκια* σου μετάξι συρματένιο.
Δευτέρα μέρα γιούρντισες* να πα να πρωτοσπείρεις.
Η στράτα ρόδα γέμισε και τα χωράφια σπόρο.
- Θα σε ρωτήσω αφέντη μου, πόσα πινάκια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε,
και κατ' στην ακρογιαλιά άλλα σαρανταπέντε,
κι αυτό με το διαστήκανε* περδίκια να το φάνε.
Δεν είν΄περδίκια μαναχά, μον' είναι και λαγούδια.
Πήρα το τουφεκάκι μου να πα να το σκοτώσω.
Ούτε περδίκια σκότωσα ούτε λαγούδια πιάσα,
μον' θέρισα και αλώνισα όλα τα αποφαγούδια.
'Κανα πινάκια αμέτρητα, πινάκια μετρημένα
κι εκεί που τα μετρούσαμε, να κι ο Χριστός κι επέρνα.
Εκεί που στάθηκε ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε
κι εκεί που παραπάτησε, βγήκε ένα κυπαρίσσι.
...................
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη!
Πέντε κρατούν το μαύρο σου και τρεις τονε σελώνουν
και δεκοχτώ περικαλούν: Αφέντη καβαλίκα!
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις....
Βάλε τ' αφέντη μ', βάλε το χέρι σου στη τζέπη.
Αν εύρεις γρόσα δω μας, τα φλουριά μην τα λυπάσαι,
βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.
κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριβδωλάνε!
Αγριογιολιά είναι τ' αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου,
είναι φκεντρίκια σου* τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
είναι και η ζευγίκια* σου μετάξι συρματένιο.
Δευτέρα μέρα γιούρντισες* να πα να πρωτοσπείρεις.
Η στράτα ρόδα γέμισε και τα χωράφια σπόρο.
- Θα σε ρωτήσω αφέντη μου, πόσα πινάκια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε,
και κατ' στην ακρογιαλιά άλλα σαρανταπέντε,
κι αυτό με το διαστήκανε* περδίκια να το φάνε.
Δεν είν΄περδίκια μαναχά, μον' είναι και λαγούδια.
Πήρα το τουφεκάκι μου να πα να το σκοτώσω.
Ούτε περδίκια σκότωσα ούτε λαγούδια πιάσα,
μον' θέρισα και αλώνισα όλα τα αποφαγούδια.
'Κανα πινάκια αμέτρητα, πινάκια μετρημένα
κι εκεί που τα μετρούσαμε, να κι ο Χριστός κι επέρνα.
Εκεί που στάθηκε ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε
κι εκεί που παραπάτησε, βγήκε ένα κυπαρίσσι.
...................
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη!
Πέντε κρατούν το μαύρο σου και τρεις τονε σελώνουν
και δεκοχτώ περικαλούν: Αφέντη καβαλίκα!
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι, πεζεύεις καμαρώνεις....
Βάλε τ' αφέντη μ', βάλε το χέρι σου στη τζέπη.
Αν εύρεις γρόσα δω μας, τα φλουριά μην τα λυπάσαι,
βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.
Η νοικοκυρά φιλοδωρεί τα παιδιά με κουλούρια και κάστανα ή καρύδια και αυτά φεύγουν, για να χτυπήσουν άλλη πόρτα. Αν όμως η πόρτα δεν ανοίξει και τα παιδιά δυσαρεστηθούν, τότε και το τραγούδι τους κάθε άλλο παρά επαινεί τον νοικοκύρη.
Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν.....
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν.....
*τρίβδωλα= οργώνουν3 φορές
φκεντρίκια=βουκέντρα
ζευγίκια= το σχοινί που τα τραβούν
ιούρντισες= κίνησες
διαστήκανε= μοιραστήκανε
φκεντρίκια=βουκέντρα
ζευγίκια= το σχοινί που τα τραβούν
ιούρντισες= κίνησες
διαστήκανε= μοιραστήκανε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου